- βλαχοκαλύβα
- η , βλαχοκάλυβο τό хижина, шалаш пастуха, чабана
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βλαχοκαλύβα — η και βλαχοκάλυβο, το 1. καλύβα βλάχων, χωρικών 2. καλύβα πρόχειρα κατασκευασμένη … Dictionary of Greek
βλαχοκάλυβο — βλαχοκάλυβο, το και βλαχοκαλύβα, η ποιμενική καλύβα που βρίσκεται στα βουνά: Έχει μια βλαχοκαλύβα που πιστεύει πως είναι εξοχικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)